- περινοστώ
- -έω, ΜΑ1. γυρίζω εδώ κι εκεί («οἱ περινοστήσαντες τὴν οἰκουμένην Ἀπόστολοι», Κλήμ.)2. επισκέπτομαι, περιοδεύω3. εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά («τὴν θείαν περινοστοῡντες γραφήν», Θεοδώρ.)αρχ.τριγυρίζω κάποιον για να τόν ξεγελάσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + νοστῶ «επιστρέφω, γυρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.