περινοστώ

περινοστώ
-έω, ΜΑ
1. γυρίζω εδώ κι εκεί («οἱ περινοστήσαντες τὴν οἰκουμένην Ἀπόστολοι», Κλήμ.)
2. επισκέπτομαι, περιοδεύω
3. εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά («τὴν θείαν περινοστοῡντες γραφήν», Θεοδώρ.)
αρχ.
τριγυρίζω κάποιον για να τόν ξεγελάσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + νοστῶ «επιστρέφω, γυρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περινοστῶ — περινοστέω go round pres subj act 1st sg (attic epic doric) περινοστέω go round pres ind act 1st sg (attic epic doric) περινοστέω go round pres subj act 1st sg (attic epic doric) περινοστέω go round pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περινοστεύω — Α γυρίζω, πλανώμαι εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περινοστῶ, κατά τα ρ. σε εύω] …   Dictionary of Greek

  • περινόστησις — ήσεως, ἡ, Α [περινοστώ] περιφέρομαι, κινούμαι γύρω από κάτι …   Dictionary of Greek

  • συμπερινοστώ — έω, Α 1. γυρίζω εδώ και εκεί μαζί με άλλον 2. ακολουθούμαι κατά την κίνησή μου από κάποιον («συμπερινοστεῑ τῇ σκιᾷ ἡ γῆ», Κλεομήδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περινοστῶ «γυρίζω εδώ κι εκεί»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”